- τσάταλο
- τό1) рогатина; 2) перен. взбучка;
τρώγω τσάταλο — получить взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρώγω τσάταλο — получить взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσάταλο — και τσατάλι, το, Ν 1. χοντρό διχαλωτό ραβδί 2. συνεκδ. ραβδισμός, ξυλοκόπημα 3. φρ. «τρώω τσάταλο» i) δέχομαι επιπλήξεις ii) ξυλοκοπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catal] … Dictionary of Greek
τσατάλι — τσατάλι, το και τσάταλο, το (λ. τουρκ.) 1. διχαλωτό ξύλο: Η σαΐτα χρειάζεται τσατάλι. 2. ραβδισμός, μαστίγωση, ξυλοκόπημα: Έφαγε τσάταλο γι αυτά που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)